Σάββατο 4 Ιουνίου 2016

ΓΕΝΙΑ ΤΟΥ ΙΔΩΜΕΝ





Το πρόσωπο αυτό πρέπει να το αναγνωρίσεις, να στραφείς σε αυτό και να υποκλιθείς στη συμβολική επιτομή εκείνου που σπαρακτικά υπενθυμίζει: τη μοίρα μιας ολόκληρης γενιάς στο πέρας της Οικουμένης. Φυγάδες, πρόσφυγες, άνθρωποι της διηνεκούς μετάβασης σε μια γη ρευστή, αφιλόξενη για ρίζες∙ καιρός μονίμως αποδημητικός, που ευνοεί τις αλαφιασμένες φτερούγες. Δεν υπάρχει φωλιά θαλερή για να ακμάσεις στη γωνία μιας σταθερής ιδέας, ούτε ενδιαίτημα αποκλειστικό που θα εξασφαλίσει την επιβίωση της σημαίας∙ το μόνο που βλέπει κανείς είναι σημάνσεις με δηλητηριώδη βέλη, που μετακινούν πληθυσμούς από ιδέα σε ιδέα, από σύμβολο σε σύμβολο. Πουθενά δεν υπάρχει θαλπωρή, η μονιμότητα η ηχώ μιας μαχαιριάς στα σπλάχνα, διαβρωμένη έννοια που εμπαίζει την πελαγοδρόμηση από ύφαλο σε ύφαλο, από αγυρτεία σε αγυρτεία. Διότι οι ροές έχουν αφηνιάσει∙ επειδή όλες οι θέσεις είναι χρονοβόρες, παγίδες ενεργοβόρες –ποιος είναι πρόθυμος για μια τέτοια μάταιη ταλαιπωρία στην αμετάκλητη περιστροφή της αναίρεσης, της αυταπάτης; Οι θέσεις έχουν βομβαρδιστεί, κάποια αδίστακτη θύελλα συγκρούεται με τους προαιώνιους ναούς των ομφάλιων λώρων. Οι καμπάνες έπαψαν, άλλωστε, να χτυπούν∙ ακόμη και τώρα σιγή, μόνο ο δαρμός της μοιραίας ορμής του χρόνου, που με το χείμαρρο των αιώνων πέφτει βαρύς στις πλάτες μας, αυτό είναι το προσφυγικό μας φορτίο. Η συγκομιδή δεν μπορεί πλέον να είναι εφικτή, πρέπει να τρέξουμε αδελφέ∙ νομάδες, ναυαγοί στο βούρκο της νύχτας, μετά από χειραψία με το πρόστυχο χέρι του καιροσκόπου, χάνουμε ό,τι πιο οικείο στην άβυσσο του διάκενου πελάγους. Τρέχουμε να σωθούμε από την πτώση του αδιαφιλονίκητου Ιδίου και τον στυγερό εφιάλτη, όλα αυτά τα παγερά συντρίμμια, εκεί που άλλοτε βιώναμε τη θαλπωρή του σαφώς νοητού, εκεί που άλλοτε στηρίζαμε τον κορμό της ταυτότητας ως το απρόσβλητο δικαωματικό δένδρο της ζωής –τώρα πια δεν έχουμε καρπούς, η έγνοια μας είναι στη μετάβαση, στο πως θα διασωθούμε από το καχύποπτο βλέμμα εκείνου που από τις αυθαίρετες ενέδρες του Νόμου μας ορίζει ως εισβολέα. Πατρίδα μας το «transit». Όλη η ενέργειά μας καταναλώνεται στην πειθολογία του πώς θα περάσει η σπλαχνική ορμή της δικαιωματικής φυγής από τα συρματοπλέγματα της εθελοτυφλούσας ξενοφοβίας. Στεκόμαστε αποκαρδιωμένοι μπρος στη φραγή των ροών και στα σύνορα κατασκηνώνουμε ως διαμαρτυρία, γινόμαστε οι οριακές περιπτώσεις, οι αδέσποτες σφαίρες που φέρνουν το έμφραγμα στην ταξινομία των εννοιών, παρίες της καταδυόμενης ιδιοκτησίας.
Αφήστε μας να ξεχυθούμε, θηρευτές του ορίζοντα είμαστε, την ετεροτοπία αναζητούμε, τον τόπο μιας χώρας εν κινήσει όπου όλα περιδινούνται διαρκώς προτού προλάβεις να τα ταυτοποιήσεις, μια χώρα που θα μας καταδεχτεί ως τους νέους πατριώτες, ως το νέο ορισμό του πρότυπου, οι άπειρες μαρκίζες του προσώπου. Άνθρωποι που οδοιπορούν έξωθεν των διαταγμάτων, που καταπατούν τους βουκολικούς αγρούς και δεν καταλαβαίνουν τη σημασία της διαφοράς, επειδή οι ίδιοι αποτελούν το ρήγμα της ετερότητας, το διάκενο που εγείρει την αμφιθυμία. Η ροή είναι ροή, είναι το φυσικό εκχύλισμα της λαθραίας λαβωματιάς που μας εξώθησε στη διάνοιξη των δρόμων∙ δεν μπορείς ν’ αρνηθείς το αίμα να αντικρύσεις, δεν μπορείς το τραύμα να παραγνωρίσεις. Ό,τι τρέχει, τρέχει για καλό, είναι ό,τι πιο φυσικό –μην πας την αιμορραγία να σταματήσεις με συρμάτινα ράμματα και νέους δριμύτερους τοίχους. Άφησε τον κόσμο να κοχλάσει, την πολυμιγή ετερότητα να μαγειρέψει.
Η ενόρμηση για συνεχή φυγή είναι αμετάκλητη δίψα, είναι ο ειρμός της δικαιοσύνης∙ κι όμως, μελανιασμένα πλήθη αποτελούμε, εκκρεμούμε απελπισμένοι καθώς τα σύνορα δεν ανοίγουν, καθώς τα ιδεολογικά τείχη χτίζονται πάλι από την αρχή ως έρμαια απόβλητα του παρελθόντος. Όμως η αριθμητική μας απειλή ξεχειλίζει καθώς το «ίδωμεν» γίνεται ο όρος της αλήθειας, καθώς οι δυνητικές τάσεις και η πληθώρα των πιθανοτήτων καταποντίζουν τις νήσους των πάγιων μορφών, σαν κοραλλιογενείς ύφαλοι που στην καταβύθισή τους αφήνουν το μετείκασμα του οριστικά αφανισμένου τόπου εν γένει.
Δεν ξέρω ποιος είμαι, δεν ξέρω τι κάνω, σε ποιον θεό πιστεύω και ποια αξία εξωθεί το βήμα μου. Μόνο να φύγω νιώθω, να σωθώ από την αλληλουχία του εγκέλαδου που γκρεμίζει τα μνημεία της ψευδαίσθησης, της ερμηνείας που επιστέγαζε φρονήματα της ύπνωσης και του υποβαλλόμενου εφιάλτη, να σωθώ από την ανυπαρξία του εκάστοτε τόπου! Καλύτερα να διασύρω τον εφιάλτη με την ουρά της σκόνης, με οδοιπορικό φυγής δίχως προορισμό και με σταθμούς που επισημαίνουν τη ματαιότητά της. Καλύτερα ο εφιάλτης να γίνει μετείκασμα υπαινισσόμενης ελπίδας από την πεισμονή της φυγής, έστω και ως παράκαμψη του πνεύματος, ως απλή εικασία που με απεργία πείνας επιμένει –κι ας μας καταπιεί το πέλαγος∙ κι ας μας τσούξουν την καρδιά οι φύλακες των νοητών συνόρων. Ας είναι να πεθάνω σπαταλημένος στα χαρακώματα της ετεροφοβίας, ως «γύφτος», ως «παρίας», ως «καρικατούρα» του άλλου τόπου. Θα είναι καλύτερα από το να αφεθώ να με καταπιεί η βαριά ενοχή για το ό,τι μείναμε υπήκοοι του θανάτου, στον απολιθωμένο τόπο της δρέψης του Χάρου, εκεί στα μνήματα ενός αφελούς αξιακού παρελθόντος.
Επιμένουμε στην κρούση μας με εμμονή που στιγματίζει τις πολιτικές, θρησκευτικές και ιδεολογικές ρυτίδες του Τόπου. Παραμένουμε εκεί, στα σύνορα, σα ζητιάνοι απολαβής έστω του δικαιώματος για μια ατέρμονη ανίχνευση, μέχρις ότου καταποντιστεί του ιδεοκρατικού τόπου η τυραννία…