Τρίτη 6 Οκτωβρίου 2015

ΤΟ ΝΕΟ ΔΟΓΜΑ


Η γνώση βρίσκεται πάντα με την προοδευτική της πλώρη μπροστά στον αναπόφευκτο διηνεκή κατακερματισμό της εκάστοτε επαλήθευσης, δηλαδή την ακατάπαυστη ρευστοποίηση που προκαλεί η ταύτιση της τελευταίας με την αναδεικνυόμενη διάψευση των πάντων. Έτσι, υποτίθεται ότι με αυτόν τον τρόπο ο νους μοχθεί να συμβιβαστεί με την ιδέα της θεμελιώδους πλαστότητας, όπου όλες οι δομές επαλήθευσης καταρρέουν με ορίζοντα το μονίμως ατελέσφορο ρεύμα του ελεύθερου από προσδιορισμούς γίγνεσθαι, παραγνωρίζοντας έτσι το ρόλο της κάθε αυθαίρετης απόπειρας για πάγιο προσδιορισμό ως παρωχημένο δόγμα. Εν μέρει αυτό είναι σωστό, όμως δεν πρέπει να πετάξουμε το μωρό μαζί με την μπανιέρα νομίζοντας ότι και η βάση του δογματικού λόγου, η αυθαίρετη απόφανση –που είναι πολύ διαφορετικής φύσης από τα αποκρυσταλλωμένα της ακρώρεια στην επιφάνεια του κοινού δογματικού λόγου- θα πρέπει να αφοριστεί. Αν κάτι τέτοιο, όμως, συμβεί, τότε, μαζί με το δόγμα χάνει την αίγλη του και ο αυθαίρετος συλλογισμός από τον κοινό επιστημισμό των παγιωμένων αντιλήψεων που έρχεται να αντικαταστήσει δήθεν λυτρωτικά, στο κενό που αφήνει πίσω, με την τελευτή του δόγματος. Στην απόπειρά μας λοιπόν να ρευστοποιήσουμε το αντικείμενο τη αυτοαναφοράς μας καλούμαστε σήμερα να θέσουμε τους δογματικούς αστερισμούς νοήματος στο περιθώριο της εξελικτικής αιχμής, η οποία πάση θυσία θα πρέπει να κεντρίζει με την έγερση της διηνεκούς αμφισβήτησης ή καχυποψίας απέναντι στα πάντα. Και ο ξέφρενος χορός των δεδομένων γίνεται τόσο πιο έντονος όσο αποδομείται και η έννοια της αυθαίρετης βούλησης –κατά κανόνα, το ρίζωμα του εκάστοτε δόγματος. Τότε είναι που το υποκείμενο μπαίνει στον πειρασμό να νοήσει την παρούσα ρευστή κι αμείλικτα αβέβαιη στροφή ως την πιο τραγική Συντέλεια· το ναυάγιο της λέξης, ως μια κατάσταση δίχως να έχει σημασία το οποιοδήποτε αυθαίρετο υποκειμενικό ενέργημα για απόδοση ενός φερέγγυου προσδιορισμού. Κι έτσι, είτε συλλογικά είτε ατομικά, αργά ή γρήγορα, το βίωμα αυτό μεταφράζει το σάστισμα της βούλησης σε θεμελιώδη ακινησία της για μια επιτέλους σταθερή δημιουργία ξανά από την αρχή -αυτή είναι μια απελπισμένη ανάσα ζωής κι έρχεται με τους κανόνες της παράνοιας. Σε αυτή τη συγκυρία, λοιπόν, καλείται κανείς να ασκήσει τη νηνεμία της σιγής ως ευεπίφορη συνέπεια της τρικυμίας των αποσταθεροποιημένων δεδομένων. Είναι τότε που ο αυθαίρετος συλλογισμός ποτίζεται με ιχώρ. Όλο αυτό τελικά συμβαίνει για να εγείρω τη βούλησή μου, να αδράξω τα δεδομένα και να τα σφυρηλατήσω σύμφωνα με το δικό μου αμετάκλητο αυθαίρετο ενέργημα.
Έτσι είναι που αναθαρρεύει το υποκείμενο μπροστά στη φουρτούνα των καιρών –ιδρύει εκ νέου το πεπρωμένο, ως πλέον ένα παλίμψηστο διάκοσμο πολυμιγών δυνατοτήτων, μια ετερόκλητη διασπορά έναντι της οποίας η γλώσσα ανακαλύπτει μια ύστατη πρόκληση ώστε να ανταπεξέλθει μεταλλασσόμενη στον τρόπο που αποδίδει τα νοήματα. Έστω κι αν πλέον το ενέργημα επαναθεμελίωσης είναι καταφανώς διάφανο για τη σχετικότητά του και την έλλειψη αντικειμενικής απολυτότητας, παραμένει ένα ενέργημα μιας αισθητικής χειρονομίας που αποτείνεται στο φαντασιακό οξύμωρο του Είναι. Έστω κι ας είναι η πλέον κωμική, σημασία έχει να διαρρηχθεί το φάσμα της παλινωδίας, να ορισθεί δεσποτικά η παλέτα της ίριδας από ένα καρφωμένο στο έδαφος στιλέτο, ως ο νέος γνώμονας που αντανακλά ολογραφικά κάθε όψη και χροιά, κάθε απόχρωση και προσανατολισμό –μια σανίδα ιλαρής σωτηρίας από τον ορυμαγδό των παραστάσεων που δεν επιδέχονται συνοχής. Αυτή είναι η ακινησία της βούλησης στον αυτοαναφορικό στόχο, την κενότητα του αντικειμένου· έτσι προκύπτει η φαντασιακή αυθαιρεσία που εκ νέου θεσμίζει.
Με αυτόν τον τρόπο ανατέλλει το αστραφτερό φως του Αυγερινού από τη βαθιά απονενοημένη νύχτα, του οποίου η πρώτη ανάδυση εμφορείται κατά κανόνα από τούτο τοαυθαίρετο ενέργημα, το νέο δόγμα που σταθεροποιεί το τοπίο. Ποια η διαφορά τούτης της ευεπίφορης παραγωγικής ροπής από τον κοινό δογματισμό και όλο το αίμα που έχει χυθεί εξαιτίας του;
Στη μία περίπτωση η έννοια προκύπτει από τον πρώιμο, αφελή αποκλεισμό της κενότητας και της ρευστότητας κι άρα τούτη η έννοια είναι φύσει δογματική, με την αρνητική έννοια του ιδεολογήματος. Στην άλλη περίπτωση, η έννοια είναι απλώς η καταφατική κορωνίδα του αεικίνητου καλειδοσκοπικού μωσαϊκού –όχι απλώς λέξη, στην οποία υποκύπτει κανείς δουλοπρεπώς αλλά αυτοαναφορική εστία που διηνεκώς αυτοαναιρεί και που διαλογιστικά αναμορφώνει εγειρόμενα αναστήματα.
Οι μειλίχιες προσταγές του νέου δογματικού λόγου, οι διανθισμένες από τα ιριδίζοντα φτερά της ανοχής στην αλλοτρίωση και ως εκ τούτου οι εγγενώς αυτοσαρκαστικοί σπασμοί των πλουμιστών αποφάνσεων είναι που δύνανται να δαμάσουν αποτελεσματικά το γίγνεσθαι. Άλλωστε κάθε κυκλώνας αρμόζει να έχει κι έναν γαλήνιο οφθαλμό.