Δευτέρα 25 Μαΐου 2015

ΠΑΙΑΝΑΣ ΝΙΚΗΣ




Θυμάμαι εκείνη την απερινόητη προπέτεια του σαλεμένου που ανέβαινε επί του όρους με το ακροβατικό απόβημα του τράγου με τις διψασμένες φτέρνες. Στη μέθη της πλημμυρίδας μιας ναρκισσιστικής ευπάθειας, σαν την τυραννική επιθυμία του βρέφους, τον θυμάμαι που έτεινε να παραγεμίσει τη μαύρη οπή της έλλειψης με λεονταρισμούς και κρωγμούς του κόρακα, με γαμψή μύτη αετού και νύχι του πάνθηρα –ήθελε λέει να σταθεί απέναντι στον Θεό και να τον νικήσει.
Δε δρομολογώ την κουβέντα αυτή ως δείγμα μεταμέλειας. Είναι απλώς αναφορά μιας αναδίπλωσης, ακριβώς στο στάδιο που το πιο εκκωφαντικό λάθος έστηνε το υπόστρωμα για το γαρνίρισμα της ύστατης αναστοχαστικής διαγραφής –κάτι παραπάνω από μεταμέλεια. Δεν ήταν λάθος που διψούσε για αίμα. Αν όλα είναι φύσει λάθος επί το βάθρο του Κενού, δεν ήταν ατόπημα που ήθελε να κλέψει τα λάφυρα του ουρανού. Ήταν η τρικυμιώδης, πρώτη χλωμή όψη του ανθρώπου που ξυπνά ζαλισμένος, με στενεμένη αναπνοή και νεύρο όψιμης απόφασης για να αντιπαρέλθει την παροιμία της τροχοπέδης. Η εκθέωση αλλά και ανέμελη διαγραφή της μαζί· η ελευθερία από την οροθέτηση του είμαι ή δεν είμαι εκ του Πονηρού· η υπέρβαση της πρωτογενούς διάζευξης του «τι θέλω να πω τελικά», όλα τους έπρεπε να ξεκινήσουν με την αγένεια του χασάπη, στο σφαγείο της αφέλειας, εκεί που η παιδική νιότη προσβλήθηκε από το ράμφισμα των στυμφαλίδων ορνίθων και που το ρόπαλο σφίχτηκε από χέρια που δεν ήξεραν άλλο από το χάδι. Θυμάμαι ότι ο έρμαιος πάλευε με τις μύγες του Βελζεβούλ, ξενιτεμένος από την πατρίδα της απλοϊκής μορφής που σκιαγραφείται σαν καρικατούρα, στερεότυπο των αστικών μύθων –άνοιξε την πύλη του λόγου του και ξεφούρνισε την ύστατη ύβρη, αποζητώντας τον εκκωφαντικό θόρυβο της ζημίας, ένα αποκαλυψιακό ξενύχτι με πύρινες γλώσσες και υποχθόνιους αναστεναγμούς και μια ηρωική φιγούρα που έκανε την συμφωνία με τον Διάβολο επί τη βάσει, εντούτοις, μιας απολύτως ορθολογικής συνέπειας, ενός αιτήματος που δε θα μπορούσε να περιμένει άλλο…
Του πήρε καιρό να καταλάβει ότι η συνέπεια ήταν ούτως ή άλλως μια φαντασιοπληξία, ακόμη και των πιο ακριβοθώρητων νοών κι ότι εν τέλει θα κατέληγε στην ύστατη παραδοχή της ρήξης ως ρίζωμα του Είναι. Η στιγμή ως μια εγγενής ασυνέπεια κι οτιδήποτε πασχίζεις να χτίσεις, είτε είναι η καλοπροαίρετη ευγένεια που εμπνέεται από την ελαφριά αναπνοή μιας ολοποιητικής συγκίνησης είτε η πιο κακόσχημη βλασφημία του μερικού που επιζητά να αναδείξει τη νεύρωση ως τη δήθεν αμετάκλητη εξόρμηση του Δικαίου –οτιδήποτε πασχίζεις να αναδείξεις ως την Αλήθεια του Πνεύματος- δεν είναι παρά μια παραλογιστική ανατροπή που αφήνει την προσδοκία συντετριμμένη στη χωματερή της ερμηνείας της. Η στιγμή τρέχει σαν αντιλόπη και γλιστράει από τα δόντια του θηρευτή, του ειδώλου στον καθρέφτη που ποτέ δε σε προλαβαίνει να σε γραπώσει (ή μήπως το αντίστροφο;) και που υποβαθμίζει όλα τα αξιώματα που τείνουν να την εντυπώσουν ως το πρότυπο του γίγνεσθαι, τον ένα και μοναδικό ορισμό που αρμόζει να δεσπόζει σε οτιδήποτε απειλεί να διαφύγει. Η στιγμή είναι η ειρκτή της διάνοιας, μονίμως με ανοιχτή θύρα που όμως αποχαυνώνει το βήμα-απόβημα του αυτοπροαίρετου εγκλεισμού. Αυτή τη θύρα το τραγίσιο φρόνημα αποπειράθηκε να πιει σαν το πιο γλυκό νέκταρ, σαν την εκζητούμενη αναφορά της θυσίας, σαν τον καρπό που δικαιώνει την ιδία νοημοσύνη ως το αμάρτημα που ανεπανόρθωτα έμελλε να γίνει. Την ήπιε σαρώνοντας τις βουνοκορφές της μεγάλης αποξένωσης αλλά και της πιο ευρείας θέας. Την ήπιε διαλογιζόμενος το αλισβερίσι μεταξύ πίκρας και γλυκύτητας, για το τι αρμόζει να προηγείται και πως θα ήταν το ιδεατό να καταλήγει. Η αναμόχλευση των δυο άκρων, της εύγευστης διαστολής και της αποτρόπαιης συστολής –ποια άραγε από τις δυο τροπές ήταν η πιο καθηλωτική· ποια ενείχε τη μεγαλύτερη συνειδητοποίηση της αυταπάτης;
Με πικρόχολο βλέμμα και αποφασιστικότητα ψυχαναγκαστική ο νάρκισσος κήρυξε το ορόσημο κτήμα του και θέλησε να τα βάλει με εκείνη τη μυστική ποιότητα που τόσο γλαφυρά παίζει με τις σκιώδεις όψεις της απουσίας της. Ήθελε να αποκαταστήσει το Δίκαιο. Γιατί τόσο θρήνος; Γιατί τόση σιχαμάρα; Γιατί τόση αναισθησία; Γιατί τόσος βρωμερός ο υπόνομος των επίγειων ψυχών; Ήθελε, λέει, να εφεύρει την Ιδέα που ως δια μαγείας θα βαυκάλιζε τα δίχτυα της κατασταλτικής αρένας και που θα διάνοιγε το θαυμαστό ιλιγγιώδες υπερσημείο, αυτό το στίγμα της μορφής που αναιρεί το παραμύθι της, αναδεικνύοντας την εγγενή ασυνέπεια της στιγμής ως το κέλευσμα της αφύπνισης. Ήλπιζε ότι μια σταγόνα οξέος, μια σπιθαμή αυθεντικής κι ανεπιτήδευτης συνειδητότητας θα αρκούσε για να δρομολογήσει τη χειραφέτηση των χαύνων. Πίστεψε, μες στην ατίμωση της νευρωτικής του πεισμονής, ότι ο θυμός αυτός ήταν ιερός, καθαγιασμένος από τα οστά και το αίμα της γης· πως η Ιερά Εξέγερση γεννιέται από τη μαθητεία στα άφατα ιδιώματα της λάβας και πως επιτέλους κάποιος, ένας ακόμη ρίχνεται στα πυρά για να καεί όσο το δυνατόν πιο εντυπωσιακά κι όμορφα για τους υπόλοιπους που ενδίδουν στις αβρές εκκλήσεις του θεού εκείνου που αγαπούν όσοι έχασαν την καρδιά τους προ καιρού…
Δεν ξεχνώ κι εκείνη την ηλιόλουστη εαρινή ημέρα που τα φαινόμενα γύρω είχαν το εκτόπισμα της αφετηρίας και μιας νέας συνειδητοποίησης που θα έμελλε να χαρακώσει την κρίση σε μια επαναλαμβανόμενη τροχιά διαιρέσεων εις το διηνεκές μέχρις ότου να μείνει το διαιρεμένο κενό της πιο ανυπόληπτης και ανάξιας στιγμής, το σημείο που πέρασε σαν γυρίνος απαξιωτικής ειρωνείας μέσα από τα δίχτυα της εκμηδένισης προς το αρνητικό πεδίο των αριθμών, εκεί που όλα είναι πλέον μια απόλυτη φαντασιακή αυθαιρεσία, μα παραταύτα, τα αντικείμενα που καθαιρούν τα είδωλα του θετικού πρόσημου, όλη σας την πραγματικότητα ως ένα στεγνό παραμύθι, μια αυτόματη εγγραφή αφηγήσεων που ξεκινάνε από τις εταιρείες, τα κεφαλαιοκρατικά συμφέροντα και τις χρησιμοθηρικές εξουσίες για να θρέψουν το μάτι της κενότητας, το υποκείμενο που δεν είναι παρά ο άδειος σπαρακτικός τρόμος της απόλυτης ανεκδιήγητης κενότητας! Ήταν άραγε αυτή η κενότητα που εκείνο το απόγευμα χτυπούσε με μανία το στήθος του με βακχική αναβράζουσα εκδήλωση σθένους, δίχως την παραμικρή δικαιολογία ή χρησιμότητα; Πάντως ήταν σίγουρα καλύτερο από το να ταυτιστεί απόλυτα με τα σύμβολα του κατεστημένου πολιτισμού· το βρήκε το καταφύγιο στην ειδυλλιακή όψη ενός δέντρου γεμάτου από παραληρούσες φυλλωσιές, στις οποίες αποτυπώνονταν η μανία του χρόνου, το άδραγμα που δεν μπορεί να αναμετρηθεί με την εκ των προτέρων απώλεια…
Ήταν το δέντρο που έδωσε τότε την απάντηση ως ένα απειροστό ερώτημα που θα μπορούσε να οδηγήσει στα καλντερίμια της τρέλας, αν όχι στη λεωφόρο του νέου μεσσιανισμού. Σε εκείνη την έκσταση των επιστήθιων κυμβάλων και στους λαρυγγισμούς του περιγεννητικού θριάμβου, στην άνωση του σπόνδυλου που γητεύεται από το αδαμάντινο ερέθισμα εκείνο που τα ακυρώνει όλα αλλά και τα εμπεριέχει αποκαθιστώντας τα στην αιωνιότητα –ήταν το μάτι της αβύσσου, ενός απύθμενου θαυμασμού για εκείνο που τελικά όντως συμβαίνει: η απόκριση του δέντρου στο κέλευσμα της Αλήθειας ήταν η συγχρονισμένη αναπτέρωση των κοράκων, το σμήνος που ξαφνικά εγκύπτει στο κάλεσμα του ανέμου, ακολουθώντας την αχαλίνωτη ροή μιας αναποφάσιστης πυξίδας. Οι κόρακες πέταξαν και έφυγαν κι άφησαν το δέντρο ως το μεγάλο ερώτημα μιας πορείας άπειρων διακλαδώσεων με ρίζες βαθιές και προαιώνιες –για να πιάσουμε τη δουλειά ξανά από την αρχή:
Ήταν τελικά η πνευματική ανάταση θεάρεστη ή διαβολική;
Ακόμη και τώρα ο ερωτών δεν τολμά να αποφανθεί. Βλέπετε, είναι απείρως δύσκολο να υποκύψεις στα γρανάζια του λόγου, που με την κάθε του κίνηση γεννά αντιφάσεις και διαζεύξεις. Όχι, μετά την έκλαμψη του κεραυνού, εντεύθεν είναι αδύνατον. Άπαξ και η όψη σου εμβαπτιστεί στη γλαύκα αστραπή της Αγίας Πολύβουλης Παρθένας, δεν έχεις καταφύγιο στην άγνοια, δεν μπορείς να φλυαρείς με τον κώδικα της γραφής εκείνων που προδώσανε την ίδρυση της Πόλεως.  Είναι δύσκολο λοιπόν να αποφανθείς και να βιαστείς να τραπείς προς στα στεγανά των κατηγοριοποιήσεων διότι είναι δύσκολο να βγάλεις το ίδιο σου το μάτι με την παρανυχίδα. Δεν μπορείς πλέον να ανήκεις στη φατρία των κολοβών σκύλων που τρέχουν ολημερίς γύρω-γύρω κυνηγώντας την εκ των προτέρων απώλεια. Να την γεμίσουν με τι; Είναι προτιμότερο να αφουγκράζεσαι την ερημική σιγή παρά να την αφήνεις να βιάζεται από σαγόνια και αρπαγές τρομαγμένων φαντασμάτων που δεν μπορούν να αποδεχτούν το  έλεος της απώλειας…
Έτσι, αν υπήρξε μια απόφαση σε εκείνο το απλό θέαμα θα έπρεπε να ήταν μια απόφαση συμβολική: έκλυση της αναποφασιστικότητας εσαεί. Αέναη δίψα, ενόρμηση απαλλαγμένη από το αντικείμενό της· πόθος για απόσβεση οδυνηρών επενδύσεων μέσα από τη φαντασμαγορία της αποδόμησης, της εκκένωσης των δήθεν πάγιων κι αμετακίνητων μορφών. Ήταν απλώς ένας αστεϊσμός κι ένα ύστατο αδέκαστο κι ανηλεές αίνιγμα του Μηδενός προς την έπαρση της Μονάδας: Μην αποζητάς την κατάληξη της διαίρεσης σε κάποιον γεννήτορα ή σε μια συγκεκριμένη ενοειδής μήτρα. Η διαίρεση δε σταματάει πουθενά. Δεν υπάρχεις ούτε εσύ, ούτε η Ιθάκη που θα σε κάνει ξανά βασιλιά. Υπάρχει μόνο η αμφίεση του ζητιάνου, αυτή η ετερότητα που κατατρύχει την ταυτότητα σε δυισμούς και δυισμούς και δυισμούς. Υπάρχει μόνο το ταξίδι που στο κάθε σταθμό του επισημαίνει την αγυρτεία της ψευδαίσθησης, από την πρώτη αμήχανη αρχή μέχρι την κατάκτηση του θρόνου: κι εκεί απομένει άλλη μια διαίρεση που διασύρει ξανά την αφήγηση στο ειρμό του αδυσώπητου Απείρου και της Σιωπής και του Κενού που περιμένει το τι θα πεις, να το γεμίσεις, να το συμπυκνώσεις σε μια μορφή απονενοημένη που αντιστέκεται στον κατακερματισμό της με τα σενάρια μιας θεμιτής, καθότι αναπόδραστης, επαναλαμβανόμενης χυδαιότητας.
Να έχεις το θάρρος της καταφατικής αποποίησης, της διαυγούς αποστασιοποίησης, στον ορίζοντα που κόβει σαν ξυράφι, να επιτρέψεις τη ροή δεδομένων να είναι αυτή που είναι ως μια τοπογραφία που δε σου ανήκει, όπως η γη δεν ανήκει σε κανέναν πραγματικό γηγενή. Να χάσεις τον εαυτό σου στο παραλήρημα του ερωτήματος που δεν έχει απάντηση για να αποσοβηθεί, που πάντα θα στριφογυρίζει δίνοντας το πιο κρυφό νόημα στις περιηγήσεις της επιθυμίας: υπάρχω για να υπάρχω, υπάρχω για να με καταπίνει το κενό αλλά και να εκπηγάζω από αυτό σαν το γάργαρο νερό της αείζωης πεισμονής, της δίψας για το λάθος και της ενδεχόμενης ευφραντικής πτώσης ως το πτώμα του Θεού υπό τον καννιβαλιστικό χορό της Αυτού Μητρότητας.
Έτσι, η πορεία είναι η πορεία του σχισίματος, η πορεία του παγερού ψαλιδιού που επικυρώνει την προαιώνια διττότητα, που ενώνει μέσα από το σχίσμα, που γεφυρώνει μέσα από τα συντρίμμια της βούλησης. Ο υπερφίαλος νέος βλασφήμησε τους προγόνους κι όλες τις σαχλές τους αυταπάτες· ο σώφρων γέρος των αιώνων καθαγίασε τις δολιχοδρομήσεις των χναριών του ως εκείνο που δεν έπρεπε να γίνει μα που όμως εξαιτίας του γίνεται η πιο οξυκόρυφη συνειδητοποίηση: η άφεση στο αναπόδραστο χάσμα της κενότητας εκ της οποίας συνάγουμε την ανεξιχνίαστη Αρχή του Άπαντος, σε αυτό το διάκενο της ετερότητας που καθιστά τη πρωτογενή σύλληψη της αυτοαναφορικότητας. Της δράσης αυτής δίχως υποκείμενο. Της δράσης που γεννάει το υποκείμενο στις μυριάδες του εκφάνσεις ως ένα απλό μιράζ της ερήμου, μια όαση του αίσχους, εκεί όπου η μορφή αγνοεί το δέος της αίσθησης που εγκυμονεί η αλλεπάλληλη απώλεια του περιγραμμάτων. Να μπορείς να αναμετρηθείς με τον πανικό που από τις επάλξεις στήνει τη γεώδη επιθυμία για ταύτιση, για συμμετοχή στο παζάρι των ετεροπροσδιορισμών, εκεί όπου με την πιο αβάσταχτη αδημονία περιμένει κανείς να αποκτήσει μια νέα ιδιότητα, να κηδεμονευτεί από άλλη μια ευάρεστη ερμηνεία και να χαίρεται με τους «παπάδες», φυλλομετρώντας τα βιογραφικά που τον διασώζουν απ’ ό,τι πιο «αισχρό» δε θα μπορούσε να φανταστεί κανείς: το τίποτε.
Υπάρχει τελικά περισσότερη αλήθεια στη μάσκα απ’ ότι στο κενό που αυτή επισφραγίζει. Η θέσμιση που συρράβει τις μάσκες στη συμφωνία της θεατρικής σκηνής είναι ορμώμενη, ως μια συνομοσπονδία «αλληλεγγύης» και «πρόνοιας», από την απέχθεια της «ουσίας» που ενδύεται το ρόλο. Διότι αν η ουσία, δίχως ιδιότητες και ποιότητες, εκκρεμεί ως το απόλυτο εκείνο ερωτηματικό που μόνο η αναπόδραστη ήττα θα μπορούσε να εκφέρει, ως το τελευταίο βήμα του χορού στο χάσμα, τότε καλύτερα να γίνουμε επουσιώδεις, επιφανειακοί κι ας προσποιηθούμε ότι δεν υπάρχει κάτι άλλο πέρα από τις μάσκες· ότι η τρόποι μας που παγιώνουν τα θεσμικά σύννεφα, τα μπουρίνια και τους τυφώνες που κατατρέχουν τους ξιπόλητους δίχως πεινασμένες φτέρνες αλλά με αστράγαλους που ξέρουν να υπομένουν, είναι η λαβωματιά από την οποία εξαρτάται όλη η συρραφή, η καταστολή, η αναστολή ή η εκδίωξη της σχάσης που γεννά το συνειδέναι. Να μην έχετε συνείδηση, ανόητοι αμνοί…
Κάπως έτσι δικαιολογείται ακόμη και η πιο εξωφρενική και βλακώδης απόπειρα –αρκεί να υποδαυλίζεται από αυτή την ειλικρίνεια απέναντι στην εγγενή ασυνέπεια που κατατρύχει τα πάντα και που όπως ακριβώς στοιχειώνει με μια αναπάντεχη οπή την υπερχειλίζουσα πληρότητα της απόλαυσης, ως το τραύμα του χρόνου που τρέχει πιο γρήγορα από την ουτοπική αποκρυστάλλωση του Αιώνα, διαγράφοντας ακόμη κι αυτόν, έτσι ακριβώς στοιχειώνει και τα αδήριτα βάσανα που επισκιάζουν με το βαρύ φορτίο που αμελήσαμε να κουβαλήσουμε χθες, καθότι η έγνοια μας ήταν υπερβολικά αφοσιωμένη στις «χίμαιρες» της τελικής και ύστατης ευδαιμονίας.
Όλα τα θρυμματίζει η ασυνέπεια της συνείδησης, του χρόνου, της στιγμής.  Ο θεός αποδεικνύεται όψιμα πως ήταν ο ίδιος ο διάβολος, ενώ ο διάβολος βιάζεται να σου δείξει ανεπίκαιρα ότι δεν είναι παρά ο ίδιος ο θεός. Κι εσύ τρέχεις σα μανιασμένο κατσίκι για να γεφυρώσεις τούτη την εγγενή ασυνέπεια, αφηνιασμένο από τον παραλογισμό του κεραυνού που σχίζει στα δυο τις όψεις, που διασπαράσσει το μύθο της Μονάδας και της Ενότητας. Τρέχεις ώστε να αναμετρηθείς με το χρόνο που ρέει για να διηγείται τα αινίγματα της ασυνέπειας και το πώς οι υπάνθρωποι ή οι υπεράνθρωποι αποπειρώνται να αποδώσουν νόημα υπέρ ή υπό του μηδενός, αντιστοίχως.