Τετάρτη 23 Νοεμβρίου 2011

ΠΕΡΙ ΟΙΗΣΗΣ Ο ΛΟΓΟΣ


Ένα από τα πιο αξιομνημόνευτα περιστατικά της κοινής χρονολογίας, εκείνα στα οποία θα μπορούσαμε να αποδώσουμε κοσμοϊστορική σημασία, είναι η εφεύρεση του τυπογράφου. Ξεκάθαρα αποτελεί συγκριτικά μια από τις πιο μεταμορφωτικές εφευρέσεις επειδή ακριβώς σε αυτήν οφείλεται η κρίσιμη εξάπλωση της ελευθεροτυπίας και, ως εκ τούτου, η υπερτέρηση της ελεύθερης σκέψης επί του δογματικού θεοκρατικού κειμένου που για περίπου χίλια χρόνια δέσμευε το «Θηρίον» στις σιδηρές κλούβες της ιεροεξεταστικής λογοκρισίας. Όμως προς καλή μας τύχη από το τέλος του Μεσαίωνα και ύστερα, έστω και με τις όποιες αρχικές περιστολές της λογοκρισίας, ο τυπογράφος πρόσφερε τη δυνατότητα στο οποιοδήποτε υποκείμενο να δει τους αντικατοπτρισμούς της ελεύθερής του σκέψης σε «κλωνοποιημένους» τόμους που ταξίδευαν άναρχα προς κάθε πιθανή κατεύθυνση. Εντεύθεν εκείνο που μακροσκοπικά βλέπουμε να συμβαίνει ανά τους αιώνες είναι η διάδοση όλο και πιο ριζοσπαστικών υποκειμενικών απόψεων που υβριδικά αναδύονται από τους ανασχηματισμούς και τις ανασυνθέσεις των πρότερων καταθέσεων εξαλείφοντας κάθε απομεινάρι λογοκρισίας σαν τον κοραλλιογενή ύφαλο που τον κατάπιε η παλίρροια. Εν ολίγοις, εκείνο που εν συνόλω διενεργεί στο πλέγμα της αύξουσας παγκόσμιας βιβλιογραφίας η ακατάσχετη συμπλοκή των έντυπων απόψεων είναι ο υποβιβασμός του εκάστοτε ιδεολογικού αυτοδίκαιου που αποπειράται την τελική επικράτηση ως ένα κάποιο ιδεώδες της αλήθειας. Μαζί με αυτό καταβυθίζεται και η υπόρρητη λογοκρισία που εν πολλοίς αυτό ασκεί προς κάθε άλλη απόπειρα που απειλεί να υφαρπάξει την αυθεντία του.
Όπως θα είναι ήδη στους περισσότερους φανερό, η εν λόγω συμπλοκή των ρητορικών διαξιφισμών στο διακειμενικό πλέγμα εξυπονοεί όχι απλώς τον υποβιβασμό του Λόγου ως ύστατη αυθεντιοκεντική δύναμη, αλλά και του ίδιου του Εγώ. Και είναι φυσικό αν αναλογιστούμε ότι τελικά η οποιαδήποτε δήλωση υπαινίσσεται ακόμη και στη μικροπολιτική κλίμακα την άσκηση εξουσίας. Ως εκ τούτου, ο Λόγος είναι άρρηκτα συνυφασμένος με το Εγώ επειδή ακριβώς κατά κανόνα εξυπηρετεί εγγενώς το ιδιοτελές συμφέρον. Δεδομένης της ανεξάλειπτης ρηματικής φύσης του, στις όποιες πιθανές φρασεολογίες του ενέχει εν δυνάμει πάντα έναν, υποκρυπτόμενο ή μη, ιδιοτελή πράκτορα. Είναι πολύ δύσκολο λοιπόν, αν όχι αδύνατο, το να απεμπλακεί αυτός ή αυτή από την ιδιοτέλεια που εγγενώς διακατέχει τον/την ίδιο/α και άρα το λόγο που εκφέρει. Το καλύτερο για το οποίο μπορεί να φροντίσει είναι να συγκαλύπτεται πίσω από επιφάσεις ανιδιοτέλειας που όμως περιθάλπουν και προστατεύουν αποτελεσματικά την αυθεντία- με άλλα λόγια, θέτουν το εκάστοτε Εγώ στο απυρόβλητο. Αυτό δεν είναι άλλωστε που παρατηρούμε σε όλες τις δογματικού και χρησιμοθηρικού τύπου ιερές γραφές;
Πώς αρμόζει λοιπόν να αξιολογήσουμε τη ρητορική υπό το πρίσμα μιας τέτοιας μοιρολατρικής αναστοχαστικής συνειδητοποίησης; Οι αρχαίοι πρόγονοι έλεγαν ότι οι τρεις μεσημβρινοί της ρητορικής αποτελούνται από τον λόγο, το πάθος και το ήθος. Σύμφωνα με όσα λέγονται ως εδώ, ο τελευταίος μεσημβρινός (αυτός του ήθους) θα πρέπει να ιδωθεί αναποδράστως ως μια προβληματική, ασύλληπτη έννοια. Διότι αν όντως ο Λόγος είναι φύσει αναξιόπιστος, ακόμη και στις πιο ακαδημαϊκές του εκφορές∙ αν δηλαδή πάντα καθίσταται ανεπαρκής στο να αποδώσει ολοκληρωτικά την φύσει ελλειμματική πραγματικότητα∙ αν πάντοτε, εξαιτίας της ασυνείδητής του πτυχής, ακουσίως υπαινίσσεται κάτι άλλο από αυτό που επιλέγει να εννοήσει∙ αν, εν κατακλείδι, πάντοτε διακριτικά ή μη εξυψώνει την αυθεντία ενός ανιδιοτελούς ή μη προσώπου, τότε η έννοια του ήθους αποκαλύπτεται ως μια μορφοκλασματική, απύθμενη έννοια, που διεγείρει εις το διηνεκές ηθικολογικούς αντιλόγους.
Ποια ρητορική θα ήταν λοιπόν περισσότερο ευθετημένη στο πλαίσιο των προαναφερόμενων μετανεωτερικών συμπερασμών; Παραδόξως είναι η επιστροφή στην αρχική επιρρέπεια του λόγου που πιο αντιπροσωπευτικά εξέφρασαν οι τόσο παρεξηγημένοι Σοφιστές. Επιστροφή σε εκείνον το ρητορικό λόγο που αντί να πασχίζει στο να συγκαλύπτει έντεχνα τα κίνητρα που τον υποδαυλίζουν, εν αντιθέσει, διεκπεραιώνει τούτη την έντεχνη συγκάλυψη στο απόγειο του εφικτού, ενεργοποιώντας τη διαλεκτική αντιστροφή δια της οποίας η ρητορική συγκάλυψη του ανεξάλειπτου στίγματος που λέγεται «ιδιοτελής συμφέρον» («γράφω επειδή αναζητώ την υστεροφημία») γίνεται παντελώς έκθετη («ναι, ομολογώ ότι θέλω να αποκρύψω τις πραγματικές προθέσεις μου με αλληλέγγυα λόγια»). Όλως παραδόξως, τοιουτοτρόπως ο Λόγος παύει να επιτελεί τα συνήθη έργα ολοκληρωτισμού επειδή ακριβώς αφήνει ηθελημένα έκθετη τη γυμνή ευάλωτη αχίλλεια πτέρνα του, δίνοντας λαβή στον άλλο, τρέφοντας κατά το δοκούν τον αντίλογο εκείνου που διαβεβαιώνεται για την –ούτως ή άλλως, ανεπανόρθωτη- πλαστότητα των συμφραζομένων, την παιγνιώδη φύση της εκάστοτε πειθολογίας. Κατά συνέπεια, έτσι είναι που αναδύεται ένας βαθιά δημοκρατικός λόγος που επουδενί ανιχνεύει ατραπούς ολοκληρωτισμού μέσω ανιδιοτελών επιφάσεων. Ή αν το κάνει, το κάνει τόσο εμφανώς που καταντάει γραφικός, μια λογοτεχνική αυτο-διακωμώδηση, ένας εμβληματικός αυτοσαρκασμός, μια εγωλυτική «αήθης» πάρεση που όμως δρα καταλυτικά στην επικοινωνία λόγω της κοινοποίησης ενός κοινού μυστικού ταμπού που πίσω από τη φλεγματική νομενκλατούρα μοιραζόμαστε όλοι μας: το ότι τελικά η επικοινωνία είναι η παιγνιώδης εφαρμογή που αναποδράστως εξυπηρετεί την ιδιοτελή τέρψη. Αυτή και μόνον αυτή η κοινοποίηση, η παραδοχή δηλαδή της ανεξάλειπτης οίησης του ρητορικού λόγου, είναι που αντί να αποσιωπά τον οποιονδήποτε εν δυνάμει αντίλογο στην ειρκτή του ύπουλου δογματισμού του, απεναντίας, προς χάριν της ριζοσπαστικής δημοκρατίας, πυροδοτεί την, τόσο απαραίτητη για την ίδια, διάθεση αντιγνωμίας…
Τσιμουδιά, λοιπόν, κι ακούστε τι έχει να σας πει ο Προφήτης (ούτως ειπείν, άρξατε πυρ!)